ψαρικός

ψαρικός
η , ό 1. относящийся к рыбе, рыбный;
2. (τό ) (чаще πλ. ) собир, рыба

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ψαρικός" в других словарях:

  • ψαρικός — ή, ό, Ν [ψάρι (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ψάρια 2. το θηλ. ως ουσ. η ψαρική η αλιευτική τέχνη 3. το ουδ. ως ουσ. το ψαρικό ψάρι, είδος αλιείας («δεν φάγαμε κανένα ψαρικό ολόκληρο τον μήνα») …   Dictionary of Greek

  • ψαρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ψάρια, ψαρίσιος. 2. το θηλ. ως ουσ., ψαρική η τέχνη του ψαρά, η ψαρευτική, η αλιευτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»